- ἀνυπόστροφος
- ἀνυπόστροφοςfrom which none returnmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανυπόστροφος — ἀνυπόστροφος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δρόμο επιστροφής, από εκεί που κανένας δεν γυρίζει («κωκυτοῡ ναίων ἀνυπόστροφον οἶμον ἀνάγκης» για τον Κάτω Κόσμο Ορφ. Ύμν.) 2. (για αρρώστιες) αυτή που δεν κάνει υποτροπή, δεν ξαναγυρίζει (Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
ἀνυπόστροφον — ἀνυπόστροφος from which none return masc/fem acc sg ἀνυπόστροφος from which none return neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνυποστρόφου — ἀνυπόστροφος from which none return masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)